Ένα θέμα, δύο αποφάσεις: Δικαιοσύνη, Κογκρέσο και ο Πρόεδρος των ΗΠΑ

Αλέξανδρος Κυριακίδης[1]

Ανάλυση των δικαστικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ για τις φορολογικές δηλώσεις του Προέδρου των ΗΠΑ.

Εισαγωγή

Στις 9 Ιουλίου 2020, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ) εξέδωσε τις αποφάσεις υπ’ αριθμ. 19-635  (Trump κατά Vance, Εισαγγελέας της Κομητείας της Νέας Υόρκης κ.ά.)  και 19-715  (Trump κ.α. κατά Mazars USA, LLP, κ.α., σε συνεκδίκαση με την υπ’ αριθμ. 19-760,  Trump κ.α. κατά Deutsche Bank AG κ.α.), οι οποίες αφορούν κλητεύσεις για τα προσωπικά οικονομικά αρχεία του νυν προέδρου των ΗΠΑ Donald J. Trump, την οικογένειά του και τις επιχειρήσεις του. Και οι δύο είναι υποθέσεις-ορόσημα: είναι η πρώτη φορά που εξετάζεται ποινική κλήτευση Πολιτείας (Νέα Υόρκη) για προσωπικά στοιχεία ενός Προέδρου (υπ’ αριθμ. 19-635), και είναι η πρώτη φορά που το Ανώτατο Δικαστήριο καλείται να εξετάσει τη συμμόρφωση με κλητεύσεις του Κογκρέσου για στοιχεία του Προέδρου (και μόνο η δεύτερη σε επίπεδο Εφετείου, μετά τον Πρόεδρο Νίξον). Ενώ και οι δύο υποθέσεις αφορούσαν ουσιαστικά όμοιο θέμα,  το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε διαφορετικές αποφάσεις  και μάλιστα με πλειοψηφία 7-2 και στις δύο περιπτώσεις (οι Ανώτατοι Δικαστές Τόμας και Αλίτο μειοψήφησαν και στις δύο, ενώ οι Κάβανο και Γκόρσουτς, οι οποίοι διορίστηκαν από τον ίδιο τον Πρόεδρο, τάχθηκαν με την πλειοψηφία και στις δύο).  Οι αποφάσεις επικεντρώθηκαν στις έννοιες της διάκρισης των εξουσιών και της ανεξαρτησίας αυτών.

Διάκριση των εξουσιών, ανεξαρτησία τους, και το Σύνταγμα των ΗΠΑ

Οι περισσότεροι είναι εξοικειωμένοι με την διάκριση των τριών εξουσιών (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) και τη ανεξαρτησία της κάθε μίας έναντι των άλλων. Υπάρχει, όμως, παρανόηση ως προς την προέλευση της ιδέας αυτής. Συνήθως οι φιλόσοφοι του 17ου  αιώνα John Locke (Two Treatises of Government) και  Charles-Louis de Secondat, Baron de La Brède et de Montesquieu  (The Spirit of Laws), ο οποίος και ήταν ακόλουθος του Locke, πιστώνονται με την ανωτέρω ιδέα. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ύπαρξη τριών εξουσιών δεν συνεπάγεται απαραιτήτως αυτές να είναι οι τρείς προαναφερθείσες, ούτε και τον διαχωρισμό αυτών. Ο Locke, για παράδειγμα, παρουσιάζει τις τρείς εξουσίες ως νομοθετική, εκτελεστική και ομοσπονδιακή (federative, εξουσία για διεθνείς δικαιοπραξίες, πολέμους, κλπ.), και αναφέρει ότι η πρώτη πρέπει να είναι χωριστή, αλλά ότι για τις άλλες δύο ο διαχωρισμός είναι δυσκολότερος (σ. 164-5 και 329). Εν αντιθέσει, ο Montesquieu προωθεί τις εξουσίες και τον διαχωρισμό τους όπως γνωρίζουμε σήμερα (σ. 156-7). Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι ο πρώτος φιλόσοφος που ανέφερε την σχετική ιδέα ήταν ο Αριστοτέλης περίπου 2000 χρόνια πριν. Στο έργο του  Πολιτικά (Βιβλίο IV), γράφει «ἔστι δὴ τρία μόρια τῶν πολιτειῶν πασῶν… ἓν μὲν τί τὸ βουλευόμενον περὶ τῶν κοινῶν, δεύτερον δὲ τὸ περὶ τὰς ἀρχάς,…, τρίτον δέ τί τὸ δικάζον».

Το Σύνταγμα των ΗΠΑ βασίζεται στον ανωτέρω διαχωρισμό. Τα Άρθρα Ι έως ΙΙΙ αναφέρονται στην νομοθετική, εκτελεστική, και δικαστική εξουσία αντίστοιχα. Συναφώς, ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ και Ιδρυτικός Πατέρας (Founding Father) των ΗΠΑ James Madison, ένας εκ των σημαντικότερων συντακτών του Συντάγματος των ΗΠΑ, στο  Federalist Papers αριθμ. 47 (τα Federalist Papers δημοσιεύθηκαν κατά την διάρκεια του 1778 με σκοπό την προτροπή των πολιτών της Νέας Υόρκης να επικυρώσουν το προτεινόμενο Σύνταγμα των ΗΠΑ, και χρησιμοποιούνται ευρέως για την ερμηνεία των αρχικών προθέσεων των διατάξεων του Συντάγματος) έγραψε: «Η συσσώρευση όλων των εξουσιών, νομοθετική, εκτελεστική, και δικαστική, στα ίδια χέρια, είτε ενός, μερικών ή πολλών, και είτε εκ κληρονομίας, εξ’ αυτο-ορισμού ή εξ’ εκλογών, χαρακτηρίζεται δικαίως ως ο ίδιος ο ορισμός της τυραννίας.»

Επισκόπηση των υποθέσεων

Στην υπ’ αριθμ. 19-715, το θέμα ήταν 4 κλητεύσεις του Απριλίου 2019 από τρεις Επιτροπές της Βουλής των Αντιπροσώπων, προς στην λογιστική εταιρία που διαχειρίζεται τα περιουσιακά και οικονομικά στοιχεία του Προέδρου, Mazars USA, LLP, στην Deutsche Bank, και στην Capital One, για πληροφορίες σχετικά με τα οικονομικά του Προέδρου, της οικογένειάς και των επιχειρήσεών του (συμβάσεις, λογαριασμοί κ.λπ.) για διάφορες χρονικές στιγμές, που κυμαίνονται από ανέκαθεν, από το 2010 και μετά, από το 2011 έως το 2018, και από το 2016 και μετά. Οι αιτιολογήσεις των Επιτροπών για τις κλητεύσεις περιελάμβαναν νομοθετικές προσπάθειες κατά της διαφθοράς, της τρομοκρατίας και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, καθώς και αντιμετώπιση της υπονόμευσης της πολιτικής διαδικασίας των ΗΠΑ (Ρωσική επιρροή στις Προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016).  Η υπ’ αριθμ. 16-635 απόφαση αφορά σε κλήτευση του Αυγούστου 2019, εκδοθείσα από ανακριτικό σώμα ενόρκων (grand jury) και επιδοθείσα από τον Γενικό Εισαγγελέα της Νέας Υόρκης στην Mazars USA, LLP, με αίτημα οικονομικά αρχεία, φορολογικές δηλώσεις κ.λ.π., του Προέδρου από το 2011 έως το 2019, σε συνέχεια της έρευνας του Γενικού Εισαγγελέα επί επιχειρηματικών συναλλαγών που μπορεί να έχουν παραβιάσει Πολιτειακή νομοθεσία της Νέας Υόρκης. Η κλήτευση ήταν επί της ουσίας μία αντιγραφή μίας εκ των τεσσάρων κλητεύσεων της Βουλής (ανωτέρω). Ο Πρόεδρος μήνυσε τον Γενικό Εισαγελέα και τη Mazars, υποστηρίζοντας ότι, σύμφωνα με τα Άρθρα ΙΙ και VI (Ρήτρα υπεροχής, που ορίζει ότι το Σύνταγμα και οι ομοσπονδιακοί νόμοι που βασίζονται σε αυτό, είναι ανώτεροι από τους Πολιτειακούς νόμους) του Συντάγματος των ΗΠΑ, ο Πρόεδρος απολαμβάνει πλήρους ασυλίας από ποινικές διώξεις σε Πολιτειακό επίπεδο.

Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου

Και στις δύο αποφάσεις, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε τις υποθέσεις υπό το πρίσμα της διάκρισης των εξουσιών. Η βασική διαφορά μεταξύ τους είναι ότι η μία υπόθεση αφορά την νομοθετική έναντι της εκτελεστικής, ενώ η άλλη την δικαστική (σε Πολιτειακό επίπεδο) έναντι της εκτελεστικής. Συνεπώς, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε κυρίως αν, και αν ναι, σε ποιο βαθμό, ο Πρόεδρος έχει ασυλία έναντι των έτερων δύο εξουσιών, χρησιμοποιώντας κυρίως την υπόθεση US v. Nixon (κλήτευση προς τον Λευκό Οίκο για την παράδοση συζητήσεων σχετικών με τη διάρρηξη στα κεντρικά γραφεία της Κεντρικής Επιτροπής του Δημοκρατικού κόμματος στο συγκρότημα κτιρίων Watergate) ως δεδικασμένο.

Στην περίπτωση των κλητεύσεων της Βουλής (αρ. 19-715), το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε, σύμφωνα με δεδικασμένο, ότι, ενώ το Κογκρέσο δεν έχει εκ του Συντάγματος εξουσία να διεξάγει έρευνες ή να εκδίδει κλητεύσεις, έχει εξουσία διεξαγωγής ερευνών που απαιτούνται για ορθή νομοθέτηση,  υπό τους ακόλουθους περιορισμούς: η κλήτευση και οι πληροφορίες που λαμβάνονται πρέπει να εξυπηρετούν έναν φύσει νομοθετικό σκοπό, δεν πρέπει να έχουν ως σκοπό την επιβολή του νόμου (διότι αυτό υπεισέρχεται στις αρμοδιότητες της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας), δεν πρέπει να αφορούν ιδιωτικές υποθέσεις ή να επιβάλλουν αναγκαστικές δημοσιοποιήσεις στοιχείων, και πρέπει να εγγυώνται  τα συνταγματικά δικαιώματα των κλητευθέντων καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του Προέδρου για εφαρμογή ενισχυμένων κριτηρίων εγκυρότητας της κλήτευσης, ως αυτά περιγράφονται στην USA v. Nixon, εφόσον προσωπικά αρχεία δεν υπάγονται στην ίδια κατηγορία με εμπιστευτικές συζητήσεις μελών της εκτελεστικής εξουσίας, και οι παρούσες κλητεύσεις δεν αφορούν ποινική διαδικασία. Απέρριψε όμως και το επιχείρημα της Βουλής ότι οι κλητεύσεις είναι όμοιες με κάθε άλλη κλήτευση του Κογκρέσου, εφόσον δεν δύναται να παραγνωριστεί το γεγονός ότι αφορούν τον Πρόεδρο. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εγείρονται σημαντικά θέματα διάκρισης των εξουσιών, θεωρώντας ότι μια καθ’ ολοκληρίαν απόφαση υπέρ της Βουλής θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε αχαλίνωτο έλεγχο του Κογκρέσου επί της εκτελεστικής εξουσίας, διαταράσσοντας έτσι τη χωριστή αλλά ίση φύση των δύο εξουσιών. Το Δικαστήριο επέστρεψε την υπόθεση στα δικαστήρια κατώτερου βαθμού (τα οποία έκρινε ότι έσφαλαν μη αναγνωρίζοντας τα ανωτέρω θέματα διάκρισης εξουσιών) για νέα κρίση, σύμφωνα με τις ακόλουθες προϋποθέσεις (αφήνοντας  όμως περιθώρια και για έτερες προϋποθέσεις):

  • Το δικαστήριο θα πρέπει να καθορίσει εάν το αίτημα προσωπικών εγγράφων του Προέδρου είναι δικαιολογημένο και εάν το Κογκρέσο μπορεί να λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες για ορθή νομοθέτηση από οποιαδήποτε άλλη πηγή.
  • Τα επιχειρήματα του Κογκρέσου σχετικά με τον σκοπό ορθής νομοθέτησης θα πρέπει να είναι συγκεκριμένα.
  • Το εύρος της κλήτευσης πρέπει να είναι απολύτως όσο χρειάζεται, για να αποφευχθεί, το δυνατόν περισσότερο, σύγκρουση μεταξύ των δύο εξουσιών.
  • Tο δικαστήριο πρέπει να εξετάσει προσεκτικά το βάρος  που δύναται να συνεπάγεται η κλήτευση στον Πρόεδρο, εφόσον το Κογκρέσο είναι σε συνεχή σύνδεση και αντιπαλότητα με αυτόν, ως νομοθετική εξουσία.

Στην περίπτωση της κλήτευσης του Γενικού Εισαγγελέα της Νέας Υόρκης (υπ’ αριθμ. 19-635), όμως, το Ανώτατο Δικαστήριο  αποφάσισε  προς την αντίθετη κατεύθυνση, τονίζοντας ότι το βάρος που δύναται να συνεπάγεται μια κλήτευση του Κογκρέσου δεν είναι επεκτείνεται και σε δικαστικές διαδικασίες που αφορούν στον Πρόεδρο και ότι, σε αντίθεση με τον μελλοντικό χαρακτήρα της νομοθέτησης που χρησιμοποιήθηκε ως αιτιολογία από την Βουλή, το δικαστικό σώμα μόνον επιβάλλει κυρώσεις. Βασιζόμενο και πάλι στην  USA v. Nixon, αλλά και στην  USA v. Burr  (που αφορά στην κατηγορία του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ Thomas Jefferson κατά του πρώην Αντιπροέδρου του Aaron Burr για προδοσία και, σε δεύτερη δίκη, για την απόπειρα υποκίνησης πολέμου με την Ισπανία),  επιβεβαίωσε ότι η κατ’ αρχήν επίκληση του προνομίου της εκτελεστικής εξουσίας από τον Πρόεδρο πρέπει να υποκύπτει σε αναγνωρισμένη και συγκεκριμένη ανάγκη παροχής στοιχείων για μια ποινική δίκη.

Το Δικαστήριο αναγνώρισε την ανεξαρτησία της εκτελεστικής εξουσίας, ιδίως από τις Πολιτείες, και το γεγονός ότι ποινικές διαδικασίες σχετιζόμενες με κυβερνητικές πράξεις δύνανται να επιφέρουν βάρος και συνεπώς δικαιολογούν ασυλία αυτής, αλλά απέρριψε ότι αυτό ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, καθώς δεν υπάρχει πρόσθετη επιβάρυνση επί των εκ του Συντάγματος προβλεπομένων καθηκόντων του Προέδρου από μια κατάλληλα δομημένη ποινική κλήτευση και καθώς η κλήτευση δεν αφορά κυβερνητικές πράξεις. Απέρριψε επίσης επιχειρήματα σχετικά με το στίγμα που δύναται να επιφέρει η κλήτευση, ή ότι μπορεί να αποτελεί παρενόχληση του Προέδρου, εφόσον η απλή παροχή πληροφοριών δεν συνεπάγεται ένα εγγενές στίγμα και υπάρχει εκτενής νομοθεσία σχετικά με τη μυστικότητα της διαδικασίας του ανακριτικού σώματος των ενόρκων και έναντι καταχρηστικών αγωγών, παρέχοντας άφθονα ένδικα μέσα προστασίας στον Πρόεδρο. Το Δικαστήριο απέρριψε και το επιχείρημα υπέρ της εφαρμογής ενισχυμένων κριτηρίων εγκυρότητας της Πολιτειακής κλήτευσης έναντι αυτών που εφαρμόζονται επί κλήτευσης ομοσπονδιακού επιπέδου, υποστηρίζοντας  ότι αυτό θα επέκτεινε την προστασία που προορίζεται για τα επίσημα έγγραφα στα ιδιωτικά έγγραφα του Προέδρου, ότι, εάν η κλήτευση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, δεν υπάρχει ουδείς λόγος οι Πολιτειακές κλητεύσεις να έχουν κριτήρια περισσότερο ενισχυμένα από τις ομοσπονδιακές, και ότι, εάν η προστασία της εκτελεστικής εξουσίας έχει διασφαλισθεί, η εφαρμογή ενισχυμένων κριτηρίων αξιολόγησης κλητεύσεων, ή ακόμη και η καθυστέρηση της εκτέλεσής τους μέχρι την λήξη της θητείας του Προέδρου, θα έπληττε τις  σχετικές αναγκαίες έρευνες και την απονομή δικαιοσύνης.

Συμπέρασμα

Το Ανώτατο Δικαστήριο επέλεξε να περιορίσει και να εφαρμόσει πιο αυστηρούς όρους σε μια κλήτευση μη ποινικού χαρακτήρα της Βουλής για ιδιωτικά έγγραφα του Προέδρου, σε μεγάλο βαθμό βασιζόμενο στην δυνητικά ανταγωνιστική πολιτική σχέση μεταξύ των δύο εξουσιών (νομοθετική και εκτελεστική) και την ανάγκη για τον επαρκή διαχωρισμό και των δύο. Αντίθετα, στην περίπτωση Πολιτειακής ποινικής κλήτευσης, επανέλαβε ότι η έγκαιρη εκτέλεσή της είναι απαραίτητη για την ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης, αν και άφησε περιθώριο στον Πρόεδρο να εγείρει συγκεκριμένα συνταγματικά ή έτερου είδους επιχειρήματα που αφορούν ειδικά στην συγκεκριμένη κλήτευση στα δικαστήρια κατώτερου βαθμού. Φαίνεται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε τη λειτουργία της Δικαιοσύνης ως κύρια λειτουργία του συστήματος διακυβέρνησης, αν μη τι άλλο λαμβάνοντας υπόψη τον μη πολιτικό χαρακτήρα της και τις ήδη αυστηρές υφιστάμενες νομικές εγγυήσεις.

***Δημοσιεύθηκε αρχικά στις 11.07.2020 στο https://www.constitutionalism.gr/ του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης».

[1]Ακαδημαϊκός Συνεργάτης ΚΕΔΗΔ, Υποψήφιος Διδάκτωρ Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Μακεδονίας.