Αλέξανδρος Κυριακίδης[1]
Η αντιστροφή των υποθέσεων South Bay και Calvary Chapel στην παρούσα περίπτωση, δείχνει σαφώς τη συντηρητική ‘στροφή’ της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου μετά και τον διορισμό της Δικαστού Μπάρετ. Πράγματι, […] είναι ενδεικτική αυτής της συντηρητικής στροφής […] η ουσία και οι εκφράσεις της παρούσας απόφασης, όπως η σημασία που αποδίδεται στην ζημία που προκαλείται από την απώλεια έστω και μικρού αριθμού θρησκευτικών τελετών για τους αιτούντες […]
Εισαγωγή
Στις 25 Νοεμβρίου 2020, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ) εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 20A87 [2] απόφαση του (πλειοψηφία 5-4), με την οποία έκανε αποδεκτή την αίτηση αναστολής εκτελέσεως[3] (εν αναμονή εκδίκασης της έφεσης) της Ρωμαιοκαθολικής Επισκοπής του Μπρούκλιν, δύο Συναγωγών και ατόμων («αιτούντες») κατά του από 14 Οκτωβρίου 2020 Εκτελεστικού Διατάγματος 202.68 του Κυβερνήτη της Πολιτείας της Νέας Υόρκης που επέβαλλε περιορισμούς στον αριθμό ατόμων που επιτρέπεται να ευρίσκονται σε οίκους λατρείας. Το θέμα αφορούσε στη Ρήτρα Ελεύθερης Άσκησης (Θρησκεύματος) της Πρώτης Τροποποίησης[4] του Συντάγματος των ΗΠΑ.
Η απόφαση αντέστρεψε δύο προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου, υπ’ αριθμ. 19A1044/29.05.2020 (South Bay) και 19Α1070/24.07.2020 (Calvary Chapel), στις οποίες οι, επί όμοιας βάσεις, αιτήσεις αναστολής δεν έγιναν δεκτές. Η αντιστροφή οφειλόταν κυρίως στο γεγονός ότι, στην προκειμένη υπόθεση, η Δικαστής Έιμι Κόνι Μπάρετ είχε από 26 Οκτωβρίου 2020 καταλάβει την θέση της εκλιπούσας εμβληματικής Δικαστού Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπουργκ στο Δικαστήριο. Η Δικαστής Μπάρετ ήταν η τρίτη Δικαστής που προτάθηκε από τον Ρεπουμπλικάνο Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και εγκρίθηκε από τη Ρεπουμπλικανικής-πλειοψηφίας Γερουσία των ΗΠΑ (μετά τους Δικαστές Κάβανο και Γκόρσουτς).
Το Εκτελεστικό Διάταγμα
Στις 7 Μαρτίου 2020, ο Κυβερνήτης της Νέας Υόρκης εξέδωσε το Εκτελεστικό Διάταγμα 202, κηρύσσοντας τη Νέα Υόρκη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εξ’ αιτίας της πανδημίας COVID-19. Εκδόθηκαν μεταγενέστερα Εκτελεστικά Διατάγματα σε συνέχεια αυτού, συμπεριλαμβανομένου και του επίδικου Εκτελεστικού Διατάγματος 202.68, το οποίο εξουσιοδοτούσε το Υπουργείο Υγείας της Νέας Υόρκης να διακρίνει μεταξύ «κόκκινων», «πορτοκαλί» και «κίτρινων» ζωνών σε όλη τη Νέα Υόρκη, ανάλογα με την σώρευση περιστατικών COVID-19. Σε καθεμία από αυτές τις ζώνες, επιβλήθηκαν περιορισμοί στον αριθμό των ατόμων που επιτρέπονται σε χώρους θρησκευτικής λατρείας: στις «κόκκινες» ζώνες μέχρι 25% χωρητικότητας ή 10 άτομα (όποιο είναι λιγότερο), στις «πορτοκαλί» ζώνες μέχρι 33% χωρητικότητας ή 25 άτομα (όποιο είναι λιγότερο), και στις «κίτρινες» ζώνες, μέχρι 50% χωρητικότητας.
Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου
Πριν από την έκδοση του εν λόγω εκτελεστικού διατάγματος (και πριν από το διορισμό της Δικαστού Μπάρετ), το Δικαστήριο είχε απορρίψει (πλειοψηφία 5-4) δύο παρόμοιες αιτήσεις αναστολής Εκτελεστικών Διαταγμάτων των Κυβερνητών Καλιφόρνιας (South Bay), το οποίο περιόριζε τη συμμετοχή σε χώρους θρησκευτικής λατρείας σε 25% χωρητικότητας ή 100 άτομα κατ΄ ανώτατο όριο, και Νεβάδα (Calvary Chapel), το οποίο περιόριζε τη συμμετοχή σε χώρους θρησκευτικής λατρείας σε 50 άτομα κατ΄ ανώτατο όριο. Οι Δικαστές Αλίτο, Τόμας, Κάβανο και Γκόρσουτς διαφώνησαν (dissenting opinions) και στις δύο υποθέσεις.
Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, Δικαστής Ρόμπερτς, στην σύμφωνη γνώμη (concurring opinion) του στην υπόθεση South Bay, υποστήριξε ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν ήταν σύμφωνοι με την Ρήτρα Ελεύθερης Άσκησης, δεδομένου ότι παρόμοιοι περιορισμοί εφαρμόστηκαν σε αντίστοιχους μη θρησκευτικούς χώρους, με ελάχιστες εξαιρέσεις όπου δεν υπήρχε συνωστισμός ή παραμονή ατόμων για μεγάλη χρονική διάρκεια. Υποστήριξε, επίσης, ότι το περιθώριο που παρέχεται στην εκτελεστική εξουσία θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευρύ σε σχέση με επιστημονικούς τομείς, εκτός αρμοδιότητας και ειδικότητας του Δικαστηρίου.
Οι δικαστές Τόμας, Κάβανο και Γκόρσουτς, στην κοινή διαφωνούσα γνώμη τους στην υπόθεση South Bay, υποστήριξαν ότι αντίστοιχες μη θρησκευτικές επιχειρήσεις (π.χ. καταστήματα, φαρμακεία, εμπορικά κέντρα, κλπ.) δεν υποβλήθηκαν στον περιορισμό 25% χωρητικότητας. Δεδομένου ότι η South Bay United Πεντηκοστιανή Εκκλησία συμφώνησε να συμμορφωθεί με όλα τα υγειονομικά πρωτόκολλα και να εφαρμόσει μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης (όμοια με εκείνα των μη θρησκευτικών επιχειρήσεων) δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί διαφορετικά. Κατέληξαν ότι ο Κυβερνήτης δεν αιτιολόγησε επαρκώς την αποτελεσματικότητα διαχωρισμού θρησκευτικών χώρων (έναντι μη θρησκευτικών) στην καταπολέμηση της νόσου COVID-19, και συνεπώς θεώρησαν ότι αυτό αποτελεί διάκριση με βάση την θρησκεία.
Παρόμοια ήταν και τα αντεπιχειρήματα τους στην υπόθεση Calvary Chapel. Οι δικαστές Αλίτο, Τόμας και Κάβανο [5] διαπίστωσαν ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στους χώρους θρησκευτικής λατρείας στη Νεβάδα δεν ήταν αντίστοιχοι με τους περιορισμούς σε μη θρησκευτικούς χώρους, ιδιαιτέρως σε χώρους τυχερών παιγνίων (καζίνο). Υποστήριξαν ότι, εφόσον οι κανόνες δεν ήταν ουδέτεροι και γενικής φύσης, αλλά στόχευαν τους θρησκευτικούς χώρους, θα έπρεπε να εφαρμοστεί η διαδικασία του «αυστηρού ελέγχου (strict scrutiny). Στους μη θρησκευτικούς χώρους, όχι μόνον δεν υπήρχε περιορισμός 50 ατόμων, αλλά επιτρεπόταν η λειτουργία τους στο 50% χωρητικότητας, το οποίο, σε περιπτώσεις καζίνο ή αιθουσών μπόουλινγκ, συνεπάγεται χιλιάδες πελάτες με λιγότερη κοινωνική αποστασιοποίηση (π.χ. τραπέζι blackjack). Εν όψει αυτού, η παρουσία 90 ατόμων στην Εκκλησία Calvary, τηρώντας τα υγειονομικά πρωτόκολλα και με κοινωνική αποστασιοποίηση, εγείρει συγκριτικά πολύ μικρότερο κίνδυνο. Συνεπώς, στην εφαρμογή «αυστηρού ελέγχου», οι Δικαστές έκριναν ότι ο Κυβερνήτης δεν απέδειξε επαρκώς το επιτακτικό συμφέρον περιορισμού αριθμού ατόμων σε θρησκευτικούς χώρους και, ακόμη και εάν το είχε αποδείξει, δεν απέδειξε ότι το μέτρο αυτό είναι περισσότερο επιτυχές σε σύγκριση με έτερα, ηπιότερων περιορισμών, μέτρα.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου
Στην απόφαση υπ’ αριθμ. 20Α87 απόφαση του, το Δικαστήριο, per curiam[6], αντέστρεψε τις αποφάσεις South Bay και Calvary Chapel. Η πλειοψηφία έκρινε ότι τα επιχειρήματα των αιτούντων «είναι πιθανό να υπερισχύσουν» στην επί της ουσίας δίκη, και ότι η αποδοχή του αιτήματος αναστολής «δεν θα έβλαπτε το δημόσιο συμφέρον..» Χρησιμοποιώντας τα επιχειρήματα των διαφωνούντων Δικαστών στις δύο υποθέσεις South Bay και Calvary Chapel ως βάση, υποστηρίχθηκε ότι οι θρησκευτικοί χώροι λατρείας είναι σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με αντίστοιχους, μη θρησκευτικούς χώρους. Σε επιχειρήσεις ‘ζωτικής σημασίας’ (μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται βελονιστές, κάμπινγκ, γκαράζ, κλπ.) δεν εφαρμόζεται ουδείς περιορισμός (ασχέτως ζώνης), ενώ ένας θρησκευτικός χώρος σε μία κόκκινη ζώνη δύναται να έχει 10 άτομα μόνον. Συνεπώς, κρίθηκε ότι το Διάταγμα δεν είναι ουδέτερο και γενικής εφαρμογής, και συνεπώς πρέπει να εφαρμοστεί ο «αυστηρός έλεγχος».
Η πλειοψηφία έκρινε ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν ήταν «πολύ πιο αυστηροί από ό,τι έχει αποδειχθεί ότι απαιτούνται για την πρόληψη της εξάπλωσης του ιού» και η εφαρμογή άλλων, λιγότερο περιοριστικών μέτρων θα μπορούσε να εξυπηρετήσει εξίσου το «αναμφισβήτητα… επιτακτικό (κρατικό) συμφέρον» της καταπολέμησης του ιού, ιδίως δεδομένου ότι οι θρησκευτικοί χώροι των αιτούντων έχουν χωρητικότητα καθήμενων μεταξύ 500 και 1.000 ατόμων. Υποστήριξε επίσης ότι η μη χορήγηση αναστολής προκαλεί ανεπανόρθωτη βλάβη, εφόσον επηρεάζει άμεσα τη ζωή των ανθρώπων που δεν δύνανται να ασκήσουν την θρησκευτική τους λατρεία (ακόμη και οι απομακρυσμένες μέθοδοι, π.χ. τηλεόραση, κρίθηκαν ανεπαρκείς δεδομένων των θρησκευτικών τελετουργιών, όπως η Θεία Κοινωνία).
Επιπλέον, η πλειοψηφία επιχειρηματολόγησε ότι ο καθ’ ου δεν ισχυρίστηκε ότι «η συμμετοχή στις υπηρεσίες των προσφευγουσών είχε ως αποτέλεσμα την εξάπλωση της ασθένειας», ούτε απέδειξε ότι «η δημόσια υγεία θα κινδύνευε εάν επιβάλλονταν λιγότερο περιοριστικά μέτρα». Τέλος, σε ένα αντεπιχείρημα προς τις διαφωνούσες γνώμες των λοιπών Δικαστών, στις οποίες προτάθηκε να απορριφθεί το αίτημα με το αιτιολογικό ότι, εν τω μεταξύ, οι περιοχές στις οποίες βρίσκονται οι θρησκευτικοί χώροι των αιτούντων αναταξινομήθηκαν σε «κίτρινες» ζώνες (που επιτρέπουν 50% χωρητικότητας), η πλειοψηφία διαπίστωσε ότι αυτό είναι αδικαιολόγητο, δεδομένου ότι τα επιχειρήματα των αιτούντων δεν είναι αβάσιμα, και ότι, εν πάση περιπτώσει, σε περίπτωση εκ νέου αναταξινόμησης, η διάρκεια των σχετικών διαδικασιών θα προκαλούσε έτι περαιτέρω ανεπανόρθωτη ζημία στους αιτούντες (μη δυνατότητα παρουσίας σε θρησκευτικές τελετές).
Ο μειοψηφών διαφωνών Πρόεδρος Δικαστής Ρόμπερτς υποστήριξε ότι είναι ένα «σοβαρό και δύσκολο ερώτημα», το οποίο όμως, λαμβάνοντας υπόψη την ανακατάταξη σε «κίτρινη» ζώνη, είναι ένα ερώτημα που δεν χρειάζεται να απαντηθεί αυτή τη στιγμή. Παρά ταύτα, αποστασιοποιήθηκε και ο ίδιος από την δική του σύμφωνη γνώμη στην υπόθεση South Bay, διαπιστώνοντας ότι «αριθμητικά όρια των 10 και 25 ατόμων … φαίνονται υπερβολικά περιοριστικά. Και μπορεί κάλλιστα να ισχύει ότι οι περιορισμοί αυτοί παραβιάζουν τη Ρήτρα Ελεύθερης Άσκησης». Συμφώνησε περαιτέρω με τον συμφωνών Δικαστή Κάβανο ότι αυτοί οι περιορισμοί είναι διαφορετικοί από εκείνους στις υποθέσεις South Bay και Calvary Chapel.
Στη διαφωνούσα γνώμη τους, οι Δικαστές Μπράιερ, Σοτομαγιόρ και Κέιγκαν υποστήριξαν ότι οι αιτούντες χορήγησης αναστολής, ένα κατά τα άλλα έκτακτο και πολύ σοβαρό μέτρο, δεν έχουν επαρκώς αποδείξει την ανάγκη χορήγησης αναστολής, ειδικά δεδομένων των επιστημονικών στοιχείων, της αυξανόμενης απειλής του ιού, η οποία απαιτεί «ταχεία κυβερνητική δράση σε συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες», και την ευρεία διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στην κυβέρνηση υπό αυτές τις συνθήκες. Έκριναν, συνεπώς, εξαιρετικά αμφίβολη την συμβολή στο δημόσιο συμφέρον πιθανής αποδοχής του αιτήματος αναστολής.
Οι Δικαστές Σοτομαγιόρ και Κέιγκαν, στη ειδικότερη διαφωνούσα γνώμη τους, εξέφρασαν μια εντελώς αντίθετη (στην πλειοψηφία) άποψη, υποστηρίζοντας ότι ο τρόπος και τόπος διεξαγωγής θρησκευτικών τελετών έχει κριθεί από τους επιστήμονες ότι συγκεντρώνει πολλούς παράγοντες κινδύνου μετάδοσης COVID-19 (πολλά άτομα, ομιλούντα, σε κλειστό χώρο, για μεγάλο χρονικό διάστημα), και αυτό δικαιολογεί τους επιβαλλόμενους περιορισμούς. Επιπλέον, υποστήριξαν ότι οι περιορισμοί της Νέας Υόρκης ήταν, στην πραγματικότητα, ηπιότεροι από εκείνους της Καλιφόρνια και της Νεβάδα στις υποθέσεις South Bay και Calvary Chapel, εφόσον σε εκείνες τις περιπτώσεις μερικοί εκ των αντίστοιχων, μη θρησκευτικών χώρων παρέμειναν ανοικτοί, ενώ στην Νέα Υόρκη υποχρεώθηκαν να κλείσουν (π.χ. κινηματογράφοι), καταλήγοντας ότι, μάλιστα, υπήρξε προνομιακή μεταχείριση των θρησκευτικών έναντι μη θρησκευτικών χώρων. Επιπλέον, οι (αυστηροί) περιορισμοί που επιβλήθηκαν στη Νέα Υόρκη ήταν μόνο σε ορισμένες περιοχές («κόκκινες» και «πορτοκαλί» ζώνες), ενώ οι περιορισμοί στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις, αν και ίσως πιο ήπιοι, εφαρμόστηκαν σε όλη την πολιτεία.
Συμπέρασμα
Η αντιστροφή των υποθέσεων South Bay και Calvary Chapel στην παρούσα περίπτωση, δείχνει σαφώς τη συντηρητική ‘στροφή’ της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου μετά και τον διορισμό της Δικαστού Μπάρετ. Η γνώμη της πλειοψηφίας αντανακλούσε μεγάλο μέρος των διαφωνούντων απόψεων στις δύο προηγούμενες υποθέσεις. Πράγματι, δεν είναι μόνο η ίδια η αντιστροφή που είναι ενδεικτική αυτής της συντηρητικής στροφής, αλλά και η ουσία και οι εκφράσεις της παρούσας απόφασης, όπως η σημασία που αποδίδεται στην ζημία που προκαλείται από την απώλεια έστω και μικρού αριθμού θρησκευτικών τελετών για τους αιτούντες, ή η έντονα περιοριστική άποψη της διακριτικής ευχέρειας των Κυβερνητών (εν γένει της εκτελεστικής εξουσίας) έναντι της περιφρούρησης των ατομικών ελευθεριών.
***Δημοσιεύθηκε αρχικά στις 01.12.2020 στο Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου (Syntagma Watch).
[1] Υπ. διδάκτωρ και Υπεύθυνος Λειτουργίας & Ερευνών, Κέντρο Έρευνας Δημοκρατίας και Δικαίου (ΚΕΔΗΔ), Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
[2] Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή του Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη κατά Andrew M. Cuomo, Κυβερνήτης της Νέας Υόρκης. Η απόφαση αφορούσε επίσης την υπ’ αριθμ. 20Α90 όμοια υπόθεση Agudath Israel of America, et al. κατά Cuomo.
[3] Η διαδικασία καθορίζεται στο Κεφάλαιο 28, άρθρο 1651 του Κώδικα Ηνωμένων Πολιτειών (USC) και στα άρθρα 20, 22, 23 των Κανόνων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
[4] «Το Κογκρέσο δεν θα εγκρίνει κανέναν νόμο που να εδραιώνει θρησκεία, ή να απαγορεύει την ελεύθερη λατρεία αυτής…»
[5] Η, ομολογουμένως εξαιρετικά σύντομη, διαφωνούσα γνώμη του Δικαστή Γκόρσουτς (μία παράγραφος) έθεσε παρόμοια ζητήματα. Ο Δικαστής Κάβανο εξέδωσε μια πρόσθετη, ως επί το πλείστον επεξηγηματική διαφωνούσα γνώμη.
[6] Η απόφαση συντάχθηκε από ανώνυμο Δικαστή, ο οποίος εκπροσωπεί την πλειοψηφία του Δικαστηρίου. Οι Δικαστές Γκόρσουτς και Κάβανο συμφώνησαν αλλά έγραψαν χωριστές απόψεις, και υπήρξαν τρεις διαφωνούσες απόψεις: του Προέδρου Δικαστή Ρόμπερτς, των Δικαστών Μπράιερ, Σοτομαγιόρ και Κέιγκαν, και των Δικαστών Σότομαγιορ και Κέιγκαν.