Δρ. Αλέξανδρος Κυριακίδης[1]
…ιδιαίτερα για την Ελλάδα, η οποία είναι ένα Μεσογειακό κράτος με υψηλές θερμοκρασίες τους θερινούς μήνες, έχει δασική βλάστηση επιρρεπή στις πυρκαγιές, και δεν έχει αποτελεσματικά οριοθετημένες δασικές εκτάσεις ή αρμοδιότητες διαχείρισης πυρκαγιών εντός αυτών, θα πρέπει να υπάρξει μία συντονισμένη και ενιαία αντιμετώπιση του φαινομένου…
Οι πρόσφατες καταστροφικές δασικές πυρκαγιές που έπληξαν την χώρα στις περιοχές πρωτίστως της Εύβοιας, της Λακωνίας, της Ηλείας και της Ανατολικής Αττικής, επανέφεραν μνήμες των καταστροφικών πυρκαγιών τους θερινούς μήνες του 2007 (κυρίως στην Ηλεία) και του 2018 στο Μάτι. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφόρησης Δασικών Πυρκαγιών (EFFIS) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόνον στην Εύβοια κάηκαν άνω των 510.000 στρεμμάτων, ενώ εάν προστεθούν σε αυτό οι καμένες εκτάσεις των προαναφερθέντων περιοχών και δίχως να συνυπολογιστούν λοιπές περιοχές, η έκταση σχεδόν διπλασιάζεται σε περίπου 887.000 στρέμματα.
Ποιοι είναι οι κύριοι τρόποι πρόληψης και καταπολέμησης των πυρκαγιών, αλλά και αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών συνεπειών τους; Οι τρόποι πρόληψης περιλαμβάνουν τη διατήρηση παρόχθιας βλάστησης σε ακτογραμμές, τον περιορισμό βλάστησης στις κορυφογραμμές των βουνών, και τον έγκαιρο καθαρισμό βλάστησης πέριξ των οδών. Επίσης, δύναται να υπάρξει μεγαλύτερη διαφοροποίηση χρήσης, πιθανότατα μέσω αύξησης της ανθρώπινης δραστηριότητας ενδιαμέσου των δασικών εκτάσεων, κάτι το οποίο όμως θα πρέπει να γίνει με τη μέγιστη προσοχή όσον αφορά στην εξαιρετικά ευαίσθητη ισορροπία των οικοσυστημάτων των δασών και τις, επί το πλείστον, αρνητικές συνέπειες της ανθρώπινης δραστηριότητας σε αυτήν την ισορροπία.
Σημαντική προληπτική τεχνική αντιμετώπισης είναι επίσης η ορθή διαχείριση βιομάζας, όπως π.χ. μέσω στοχευμένης καύσης κυρίως θαμνοειδούς και ποώδους βλάστης στο έδαφος δασικών εκτάσεων, η απουσία της οποίας έχει οδηγήσει σε αύξηση της έκτασης των πυρκαγιών. Η χρήση στοχευμένης καύσης, πλέον των άλλων, δύναται να σταματήσει και την ‘σκαλοειδή’ επέκταση των πυρκαγιών (από ψιλά δένδρα, σε κοντύτερα, σε θάμνους), διακόπτοντας την πορεία τους, όμως θα πρέπει να λάβει χώρα εκτός περιόδων αυξημένου κινδύνου πυρκαγιών, σε σχετικά μικρή ποσότητα βλάστησης, και πάντα σε ζώνες από την κορυφή ενός λόφου διαδοχικά προς τη βάση. Ομού χρήσιμη είναι και μερική αραίωση των δένδρων σε διαστήματα εντός της δασικής έκτασης (ζώνες διαχείρισης).
Όσον αφορά στην καταπολέμηση των πυρκαγιών, υπάρχουν τρόποι άμεσης και έμμεσης καταπολέμησης. Τρόποι άμεσης καταπολέμησης περιλαμβάνουν τη χρήση εργαλείων δασοπυρόσβεσης και ρίψεις νερού ή επιβραδυντικού αφρού συνήθως από τις πλευρές ή από όπισθεν της πυρκαγιάς (σπανιότερα, συνήθως για μικρές πυρκαγιές, και από έμπροσθεν). Τρόποι έμμεσης καταπολέμησης, οι οποίοι αφορούν συνήθως σε εκτενείς πυρκαγιές, περιλαμβάνουν τη δημιουργία γραμμών ελέγχου, κατά κανόνα τουλάχιστον 2.5 φορές το μήκος της φλόγας, όπως γραμμές στις οποίες υπάρχει αφαίρεση καυσίμου υλικού (π.χ. βλάστηση) ώστε να εξαντληθεί η πυρκαγιά. Υπάρχει, επίσης, η δυνατότητα στοχευμένης καύσης, είτε αμυντικής (καύση υλικού έμπροσθεν της πυρκαγιάς και κατάσβεση πριν φθάσει η πυρκαγιά εκεί, ώστε να εξαντληθεί οποιοδήποτε πιθανό καύσιμο) είτε επιθετικής φύσης (δημιουργία πυρκαγιάς που θα μετακινηθεί προς την υπάρχουσα πυρκαγιά – μέθοδος εξαιρετικά υψηλού ρίσκου, προ χρήσης της οποίας πρέπει να έχει προηγηθεί ενδελεχής αξιολόγηση και έλεγχος, και η οποία ενδείκνυται για πυρκαγιές υψηλής έντασης με μήκος φλόγας μέχρι 3.5 μέτρα αλλά όχι για πυρκαγιές εξαιρετικά υψηλής έντασης με μήκος φλόγας από 3.5 μέτρα και άνω). Εναέρια μέσα δύνανται να επιχειρούν με ρίψεις νερού ή επιβραδυντικού υγρού είτε άμεσα (ρίψη επάνω στην πυρκαγιά) είτε έμμεσα (ρίψη σε περιοχές έμπροσθεν της πυρκαγιάς, ώστε να ενισχυθούν οι γραμμές ελέγχου που έχουν δημιουργηθεί).
Όσον αφορά στην αντιμετώπιση των δυσμενών περιβαλλοντικών συνεπειών μετά την πυρκαγιά, μία από τις βασικότερες προκλήσεις είναι η διάβρωση του εδάφους. Η τοποθέτηση εναπομεινάντων υλικών (π.χ. ροκανίδια) επάνω στο καμένο έδαφος δύναται να αποτρέψει τη διάβρωση μέχρι και 90% (με την προϋπόθεση ότι θα καλυφθεί το 70% του εδάφους), κυρίως μέσω της δημιουργίας μικρο-θυλάκων που αποθηκεύουν τη στάχτη και παγιδεύουν το βρόχινο νερό. Δύναται να υπάρξει και ρίψη σπόρων ταχύρρυθμης βλάστησης έως ότου ανακύψει η κανονική δασική βλάστηση, αν και ο τρόπος αυτός είναι λιγότερο αποτελεσματικός, πλέον του γεγονότος ότι η ταχύρρυθμη βλάστηση (κυρίως χόρτα) ανταγωνίζεται την κανονική δασική βλάστηση. Ομοίως, αποτρεπτικά δύνανται να λειτουργήσουν και η χρήση των καμένων κορμών δένδρων, ή άλλων τεχνητών μέσων, ή η κατασκευή διαζωμάτων και φυσικών περιφράξεων (π.χ. από άχυρο ή πέτρες), ως φράγματα ώστε να εμποδιστεί η μετακίνηση ιζημάτων.
Τέλος, όσον αφορά στην αποκατάσταση της δασικής έκτασης που κάηκε, συγκεκριμένα είδη πρέπει να επιλεγούν τα οποία, πέραν της συνεισφοράς τους στη διατήρηση του χώματος και κατακράτηση των υδάτων, θα πρέπει να είναι ανθεκτικότερα έναντι μελλοντικών πυρκαγιών. Η δενδροφύτευση της αναδάσωσης θα πρέπει να γίνεται πάντα με κάθετο στις κλίσεις των πιο απότομων πλαγιών προσανατολισμό, χρησιμοποιώντας τις ελάχιστες αποστάσεις καλλιέργειας ως κανόνα, χειροκίνητα για πλαγιές με κλίση από 21% και άνω, άλλως μηχανοκίνητα.
Οι δασικές πυρκαγιές αναμφισβήτητα αποτελούν σημαντικό κίνδυνο, όχι μόνον για τους ανθρώπους και τις περιουσίες, αλλά και για το ίδιο το περιβάλλον. Οι καταστροφικές τους συνέπειες σίγουρα δεν περιορίζονται στην Ελλάδα. Όμως, ιδιαίτερα για την Ελλάδα, η οποία είναι ένα Μεσογειακό κράτος με υψηλές θερμοκρασίες τους θερινούς μήνες, έχει δασική βλάστηση επιρρεπή στις πυρκαγιές, και δεν έχει αποτελεσματικά οριοθετημένες δασικές εκτάσεις ή αρμοδιότητες διαχείρισης πυρκαγιών εντός αυτών, θα πρέπει να υπάρξει μία συντονισμένη και ενιαία αντιμετώπιση του φαινομένου, όπως άλλωστε διαπίστωσε και η Επιτροπή για τις Προοπτικές Διαχείρισης Πυρκαγιών Δασών και Υπαίθρου στην Ελλάδα στο πόρισμα της το 2018. Μόνον έτσι θα αποφευχθούν εκ νέου απώλειες ανθρώπινης ζωής, περιουσιών, χλωρίδας και πανίδας.
***Δημοσιεύθηκε αρχικά στις 17.08.2021 στον Οικονομικό Ταχυδρόμο.
[1] Μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), Υπεύθυνος Λειτουργίας και Ερευνών του Κέντρου Έρευνας Δημοκρατίας και Δικαίου (ΚΕΔΗΔ) στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.